Ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής

Τα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτά της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας και της Πελoπovνήσου, με την φυσιογνωμία και την ιστορία της οποίας είναι στενά συνδεδεμένα.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η περιοχή κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους.

Οικισμός της νεολιθική ς εποχής (4ης χιλιετίας π.χ) ανασκάφηκε κοντά στην Ακράτα και λείψανα κατοίκησης της ίδιας περιοχής βρέθηκαν στο σπήλαιο των Λιμνών στα Καστριά Καλαβρύτων. Μυκηναϊκοί οικισμοί, γνωστοί κυρίως από τα νεκροταφεία τους αναπτύσσονται σ’ όλη την Αιγιάλεια και την επαρχία Καλαβρύτων. Στην Αιγείρα έχει ανασκαφεί μυκηναϊκή τειχισμένη Ακρόπολη του 120υ π.χ. αιώνα. Σημαντικό είναι και το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη Κάτω Γουμένισσα Καλαβρύτων (150ς – 120ς αιώνας π.χ) με πήλινα και χάλκινα ευρήματα που τώρα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών.

Η πόλη του Φενεού αναφέρεται ως μία από της σημαντικότερες της Αρχαίας Αρκαδίας, που γνώρισε ακμή και παρακμή, επειδή ο κάμπος που βρισκόταν μεταβλήθηκε σε λίμνη. Την πόλη που βρισκόταν στο σταυροδρόμι των επικοινωνιών μεταξύ Αρκαδίας, Κορινθίας και Ηλίδος, επέλεξε, κατά την μυθολογία, ο Ηρακλής ως έδρα του, όταν εγκατέλειψε την Τίρυνθα, και από δω προετοίμασε την “τιμωρία” του Αυγεία και την κατάληψη της Ηλίδας, επειδή δεν τον πλήρωσε που καθάρισε τους στάβλους του ( ένας από τους δώδεκα άθλους του). Οι κάτοικοί του τιμούσαν ιδιαίτερα τον Ερμή και προς τιμήν του τελούσαν γιορτές , τα Έρμαια, ενώ υπήρχε και ιερό του Ασκληπιού.

Για την περιοχή γίνεται αναφορά στον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει το Αίγιο, την Ελίκη και την Αιγείρα σαν πόλεις που ανήκουν στην επικράτεια του Αγαμέμνονα και συμμετέχουν μαζί του στον Τρωικό πόλεμο (Ομήρου Ιλιάς, ραψωδία Β, στ. 573-576). Αναφορά γίνεται από τον Όμηρο και για την πόλη του Φενεού.

Κατά τους αρχαίους χρόνους μία σειρά από πόλεις αναδεικνύονται στην περιοχή . Το Αίγιο γίνεται η έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 276 π.χ. και εξελίσσεται σε πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο των Αχαιών. Στην Αχαϊκή Συμπολιτεία συμμετέχει και ο Φενεός λίγο μετά το 234 π.χ., ενώ το 225 π.χ. την καταλαμβάνει ο Σπαρτιάτης Κλεομένης ο Γ.

Ο σεισμός του 373 π.χ. και η καταβύθιση της Ελίκης που κατακλύσθηκε στη συνέχεια από παλιρροϊκό κύμα υπήρξε ένα συγκλονιστικό γεγονός που έχει καταγραφεί από αρχαίου ς συγγραφείς. Η ανακάλυψη αυτής της πόλης της κλασσικής αρχαιότητας που χάθηκε αύτανδρη είναι σήμερα αντικείμενο συστηματικής έρευνας στη θάλασσα και στη ξηρά. υπολογίζεται πάντως ότι η θέση της αρχαίας πόλης είναι κοντά στο σημερινό Ριζόμυλο και έχει καλυφθεί από προσχώσεις ποταμών.

Η θέση της αρχαίας πόλης Βούρα τοποθετείται στο χωριό Κάστρο, κοντά στο Άνω Διακοφτό, όπου υπάρχουν κάποια αρχαία λείψανα. Η πόλη καταστράφηκε από τον ίδιο σεισμό που καταβύθισε την Ελίκη. Στην περιοχή αυτή αναζητείται και το σπήλαιο με το υπερφυσικό άγαλμα του Βουραϊκού Ηρακλή. Το ιερό της Γης, το απακολούμενον Γαίον αναγνωρίζεται στο χώρο του σημερινού μοναστηριού της Αγίας Τριάδος στην Τράπεζα.

Η αρχαία αρκαδική Κύναιθα τοποθετείται στη περιοχή Καλαβρύτων κοντά στα όρια με την Αχαΐα, κτισμένη σε απόσταση 40 περίπου σταδίων (δηλ. 7,5 περίπου χλμ.) από τους Λουσούς (Παυσανίας 8, 19.1).

Λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε για την αρχική Βυζαντινή περίοδο, γι’ αυτό θεωρείται μοναδικό το εύρημα του Πριολίθου Καλαβρύτων, ο “θησαυρός” των χάλκινων νομισμάτων του 50υ και 60υ μ.χ. αι. (κοπές του Ιουστινιανού Α’, Ιουστίνου Β’ και Μαυρικίου). Η μετά τον 90 αιώνα οικονομική ακμή της βόρειας Πελoποννήσου και η σχετική εμπορική κίνηση ευνόησε την ανάπτυξη της ορεινής περιοχής και τα Καλάβρυτα αναφέρονται ως σημαντικό κέντρο κατά τη περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας, το 124. Η ονομασία Καλάβρυτα εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Μεσαίωνα και πιθανολογείται ότι προέρχεται από τα “Καλάβρύοντα” ύδατα ή “Καλές βρύσες”.

Η περιοχή μαζί με την πόλη των Πατρών παραχωρήθηκε από τους Βενετούς και το 1205 οργανώθηκε αυτόνομα ως μιά από τις 12 βαρονίες των Φράγκων της Πελoπoννήσoυ, με βαρώνους τους Όθωνα ντε Τουρναί ή Ντουρνά κατά το χρονικό του Μωρέως και Ουμβέρτο ντε λα Τραμουιγ και έδρα τα Καλάβρυτα

Στα μέσα του 13ου αιώνα κτίστηκε το κάστρο των Καλαβρύτων που είναι χαρακτηριστικό δείγμα φράγκικης οχυρωματικής τέχνης του 130υ αιώνα, χτισμένο σε οχυρή τοποθεσία, εύκολη στην υπεράσπιση, το οποίο συνέβαλε αποτελεσματικά στη φύλαξη της πεδιάδας. Έτσι πριν το τέλος του 130υ αιώνα όλα τα ορεινά φέουδα περιήλθαν και πάλι στο Βυζαντινό κράτος. Κατά τον Βοn οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τα Καλάβρυτα μεταξύ του 1270 και 1274 είτε με συνδυασμένη ενέργεια του Δεσποτάτου του Μυστρά και των κατοίκων, είτε με πρωτοβουλία των Καλαβρυτινών.

Για το Μέγα Σπήλαιο δεν υπάρχουν μαρτυρίες πριν το τέλος του 130υ αιώνα. Το χρυσόβουλο του Ιωάννη Κατακουζηνού υπέρ της μονής χρονολογείται στα μέσα του 140υ αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα το 1345, ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών μένει στο Μέγα Σπήλαιο.

Το 140 αιώνα μόνο η παραλιακή ζώνη της χώρας ανήκε στους Φράγκους. Οι βαρωνίες της Χαλανδρίτσας και της Βοστίτσας παρέμειναν στους Φράγκους μέχρι την κατάλυση του Πριγκηπάτου της Αχαΐας.

Στις αρχές του 1399, 50.000 Τούρκοι διαβαίνουν τον Ισθμό. Ο Δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις εκχώρησε τη πόλη των Καλαβρύτων στους Ιππότες της Ρόδου.

Το 1460 ο Μωάμεθ ο Β’, επικεφαλής ισχυρού Τουρκικού στρατού κατέλαβε την Πελοπόννησο. Τα Καλάβρυτα μετά γενναία αντίσταση κατελήφθησαν από τους Τούρκους και παρέμειναν υπόδουλα μέχρι τον Βενετοτουρικό πόλεμο του 1687-1715, οπότε η Πελοπόννησος ανακτήθηκε από τους Βενετούς. Αυτή την περίοδο χρονολογείται η κατάρτιση του Βενετικού κτηματολογίου της Βοστίτσας που εκδόθηκε πρόσφατα.

Τα Καλάβρυτα πρωταγωνίστησαν στον Αγώνα του 1821 κατά του τουρκικού ζυγού και η περιοχή των Καλαβρύτων συνδέθηκε με τις ωραιότερες σελίδες του Αγώνα. Από την ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας στις 18 Μαρτίου 1821 δόθηκε το σύνθημα της εξέργεσης στη περιοχή των Καλαβρύτων. Το Αίγιο και τα Καλάβρυτα είναι οι πρώτες πόλεις που απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό. Αγωνιστές των Καλαβρύτων έλαβαν αργότερα μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις σε άλλα σημεία της

Πελοποννήσου και απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του Ιμπραήμ. Πρόκριτοι των Καλαβρύτων έλαβαν μέρος σε όλες τις Εθνικές Συνελεύσεις του Αγώνα. Στη Ζαρούχλα, κοντά στο Αίγιο σώζεται οι πύργος της οικογενείας του Ασημάκη Φωτήλα και στους Λουσούς ο πύργος των Πετμεζαίων.

Το 1833 επί Καποδίστρια αναγνωρίσθηκε ο νομός Αχαΐας και Ηλίδος που περιελάμβανε πέντε επαρχίες: Αιγιαλείας, Κυναίθης (Καλαβρύτων), Πατρών, Ηλείας και Πύργου. Πρωτεύουσα του νομού ορίστηκε η Πάτρα. Το 1899 καταργήθηκε ο νομός Αχαΐας και Ηλίδος και συστάθηκε ο νομός Αχαΐας με τις επαρχίες Πατρών, Αιγιάλειας, Καλαβρύτων και Ηλείας. Το 1930 αποσπάστηκε η επαρχία Ηλείας και από τότε αποτέλεσε τον ομώνυμο νομό. Από τότε ο νόμος Αχαΐας παραμένει όπως είναι σήμερα.

Το 1896 λειτούργησε η οδοντωτή σιδηροδρομική γραμμή Καλαβρύτων-Διακοπτού. Η γραμμή άρχισε να κατασκευάζεται το 1891 από Γάλλους μηχανικούς και το υπερβολικό κόστος της (λόγω των απότομων βουνών και του μεγάλου υψομέτρου της διαδρομής) κλόνισε τρεις φορές τον προϋπολογισμό του κράτους, με αποτέλεσμα μεγάλες πολιτικές διαστάσεις και την παραίτηση της κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανοϊταλικής κατοχής τα Καλάβρυτα και η περιοχή τους υπήρξαν πεδίο σημαντικής αντιστασιακής δράσης που προκάλεσε την μανία των χιτλερικών στρατευμάτων. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 συντελέστηκε στα Καλάβρυτα ένα από τα αγριότερα ομαδικά εγκλήματα του ναζισμού εναντίον άοπλου πληθυσμού, με την εκτέλεση όλου του ανδρικού πληθυσμού της πόλης.

Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ!