
ΤΡΙΣΑΓΙΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Την Κυριακή, 7 Δεκεμβρίου 2025, η Ένωση Καλαβρυτινών Αθήνας πραγματοποίησε στην Πλατεία Ολοκαυτώματος Καλαβρύτων στο Νέο Κόσμο (Λαγουμιτζή και Φρειδερίκου Σμιθ), το καθιερωμένο Τρισάγιο στη Μνήμη των Εκτελεσθέντων συμπατριωτών μας κατά τη 13η Δεκεμβρίου 1943 από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Τη σεμνή αυτή εκδήλωση, που συμπεριλαμβανόταν στο επίσημο πρόγραμμα του Δήμου μας για τις επετειακές εκδηλώσεις μνήμης για τα 82 χρόνια από το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα, τίμησαν με την παρουσία τους πολλοί συμπατριώτες μας και μέλη της Ένωσής μας, εκπρόσωποι αρχών και φορέων.
Το Τρισάγιο τέλεσαν ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Ευσέβιος Σπανός, Καθηγούμενος της Ι.Μ. Αγίας Λαύρας και ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Νικόδημος του Ιερού Ναού Αναλήψεως Κυρίου στο Νέο Κόσμο.
Η Πρόεδρος της Ένωσης κ. Ελένη Χάμψα καλωσόρισε όλους όσοι παραβρέθηκαν, αναφέροντας τα εξής:
«Πιστοί, όπως κάθε χρόνο, στο ιερό μας καθήκον ως Καλαβρυτινών, τιμούμε εδώ, στην πλατεία Ολοκαυτώματος Καλαβρύτων, στο ιστορικό Δουργούτι, τους Μάρτυρες συμπατριώτες μας από τα Καλάβρυτα, τα γύρω χωριά και τα ηρωικά μοναστήρια μας, που εκτελέσθηκαν βάναυσα από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το Δεκέμβρη του 1943.
Φέτος συμπληρώνονται 82 χρόνια από τη συντέλεση ενός από τα πιο ειδεχθή και στυγερά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το χρέος μας απέναντι σε αυτό που συμβολίζει το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, απέναντι στους εκτελεσθέντες συμπατριώτες μας, τις ηρωίδες Καλαβρυτινές Μανάδες, τα παιδιά του ’43, τους πατεράδες και τις μανάδες μας, έγκειται στη διαφύλαξη της μνήμης και την προάσπιση της παρακαταθήκης τους.
Τα παιδιά του ’43, οι δικοί μας ήρωες, που έζησαν τον όλεθρο και επέζησαν από το αδιανόητο για να νικήσουν το θάνατο και να κερδίσουν τη ζωή τους, όλο και λιγοστεύουν. Μας έδειξαν, όμως, το δρόμο. Δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους, μετατρέποντας το πένθος σε πράξη και τη μνήμη σε χρέος ιστορικής συνέπειας.
Η Ένωση Καλαβρυτινών Αθήνας δεν εφησυχάζει. Μέσα από συνεχείς και συγκεκριμένες προτάσεις, ιδέες και μελέτες τις οποίες έχει επικοινωνήσει και παρουσιάσει όλα αυτά τα χρόνια προς τη Δημοτική Αρχή και όπου δει, εκφράζει με συνέπεια το αμείωτο ενδιαφέρον της και συνεργάζεται αγαστά τόσο με το Δήμο Καλαβρύτων όσο και με το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, τον ακοίμητο φρουρό της τραγικής ιστορίας του τόπου μας».
Ομιλήτρια ήταν η κ. Δέσποινα Στίκα, καταξιωμένη συγγραφέας και νηπιαγωγός για δεκαέξι χρόνια στα Καλάβρυτα. Κόρη του αξέχαστου φωτογράφου των Καλαβρύτων, Παναγιώτη Στίκα, παιδί δεύτερης γενιάς στη μαρτυρική μας πόλη, στο τελευταίο της πόνημα με τίτλο «Γκρίζα Πόλη», το οποίο κοσμεί τις προθήκες του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, διαχειρίζεται με αγάπη και σεβασμό το ανεπούλωτο τραύμα της σφαγής των Καλαβρύτων.
Η κ. Στίκα, με την από καρδιάς και γεμάτη συναίσθημα ομιλία της, κατάφερε να συγκινήσει και να εμπνεύσει όλους όσοι την άκουσαν:
«Πανοσιολογιώτατοι,
Σεβαστοί πατέρες,
Κυρίες, κύριοι,
Αγαπητοί συμπατριώτες Καλαβρυτινοί και Καλαβρυτινές,
Αγαπητές και αγαπητοί φίλοι των Καλαβρύτων, που τιμάτε μαζί μας αυτή την ιστορική και τραγική συνάμα ημέρα, η οποία σημάδεψε με αίμα εκατοντάδων αθώων μαρτύρων την πατρογονική μας γη.
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, 82 χρόνια μετά, για να αποδώσουμε τις δέουσες τιμές, να μνημονεύσουμε και να θυμηθούμε, όχι μονάχα τους νεκρούς των Καλαβρύτων, αλλά την ίδια την ψυχή της Ελλάδας που δοκιμάστηκε απάνθρωπα εκείνον τον χειμώνα του 1943.
Στέκομαι μπροστά σας, με τη σκέψη να βαραίνει από το άκουσμα της ημερομηνίας του Καλαβρυτινού δράματος.
13 Δεκεμβρίου 1943 — η μέρα που ο χρόνος σταμάτησε, η ημέρα που η ανθρώπινη φωνή πνίγηκε στο αίμα, στον καπνό και στη στάχτη.
Ωστόσο, εμείς θα είμαστε πάντα εδώ, γιατί οι άνθρωποί μας εκείνοι δεν έφυγαν, δεν χάθηκαν στο χώμα. Έγιναν ρίζες, που κρατούν ακόμη τη γη των Καλαβρύτων όρθια, έγιναν ανάσες, που σηκώνουν τον άνεμο της μνήμης, κάθε φορά που πλησιάζει ο Δεκέμβρης.
Εμείς, λοιπόν, οι επιγενόμενοι… Εμείς της δεύτερης γενιάς μετά την τραγωδία, αλλά και οι ακόμα νεότερες γενιές, δεν είδαμε τις φλόγες, μα τις νιώθουμε μέσα στις φλέβες μας. Δεν ακούσαμε τις ριπές των εκτελεστών, αλλά μας ξυπνούν στα όνειρα ως εφιάλτες. Δεν θάψαμε εμείς τους πατεράδες μας, τους αδελφούς μας, τα παιδιά μας, μα μεγαλώσαμε μέσα στην γκρίζα αύρα του χαμού τους.
Εκείνος ο ομαδικός χαμός, εκείνο το μαζικό έγκλημα, επικρέμεται πάνω μας ως εφιαλτική απειλή. Τη βλέπεις, τη θωρείς, αισθάνεσαι να πέφτει ενάντια σου σαν βράχος που κατρακυλά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Αν ήσουν τότε εκεί, θαρρείς ότι θα έτρεχες. Θα έστηνες πρόχειρα στεγάσματα για τα παιδιά, θα κουβαλούσες ξύλα για να ζεσταθούν, θα έψαχνες στα κοντινά χωριά να βρεις ψωμί, θα έσκαβες τάφους για τους αγαπημένους που έσερναν οι χαροκαμένες γυναίκες προς τα μνήματα, θα έβγαζες τη ζακέτα σου να τη φορέσει ένα ξυλιασμένο ορφανό… Κάτι θα έκανες.
Αλλά δεν ήσουν εκεί…
Κι αυτό είναι ένα βάρος που το κουβαλάμε όσοι ήρθαμε μετά: Το βάρος της μνήμης χωρίς εμπειρία, το τραύμα της απόστασης, το διαγενεακό τραύμα.
Το τραύμα της εκτέλεσης το βιώνουμε στα κατάβαθα της ύπαρξής μας, το έχουμε ενσωματώσει στην ψυχή μας μέσα από τα τραγικά ακούσματα από μαυροφόρες χήρες, μάνες, αδελφές… καθώς και μέσα από τον πόνο της ορφάνιας των παιδιών που ωρίμαζαν δίπλα μας, με τη γκριζάδα της θλίψης να τους στερεί κάθε ίχνος χαμόγελου.
Για τις γενιές ημών των επιγενομένων Καλαβρυτινών, ο λόφος του Καπή δεν είναι αόριστα χώρος θυσίας οκτακοσίων και πλέον ανδρών. Δεν είναι απλά μία σελίδα ιστορίας. Ο λόφος του Καπή δεν είναι αξιοθέατο για φιλοπερίεργους ταξιδιώτες.
Τα μαρτυρικά Καλάβρυτα δεν είναι μια απλή τοποθεσία στον χάρτη. Είναι ένα τοπωνύμιο της πανανθρώπινης συνείδησης. Σε αυτόν τον τόπο, η ιστορία έγραψε το πιο σκοτεινό κεφάλαιό της.
Εκεί δοκιμάστηκε το μέτρο της βαρβαρότητας, αλλά και της αντοχής του ανθρώπου.
Ο ουρανός των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου 1943 ήταν συννεφιασμένος, βαρύς, απειλητικός.
Η διαταγή των Γερμανών ήταν να γίνει η συγκέντρωση όλων στο Σχολείο, όπου έσπρωχναν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας τα αγόρια κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων μαζί με όλο τον θήλυ πληθυσμό.
Οι άρρενες έμπαιναν σε σειρά, με μια κουβέρτα υπό μάλης και οδηγούνταν βίαια κατά τον λόφο του Καπή. Κάποια παιδάκια δώδεκα, δεκατριών ετών προτίμησαν να πάνε με τους άντρες, ίσως για σιγουριά, και προφασίζονταν με πείσμα ότι είναι μεγαλύτερα. Τάχα κορόιδεψαν τους επικεφαλής αξιωματικούς… Εκείνοι, που ήξεραν τι μέλλεται να γίνει, τα άφηναν να πάνε με τους μελλοθάνατους…
Οι γυναίκες, οι μάνες, οι αδελφές, έμειναν κλεισμένες στις σχολικές αίθουσες.
Κι αυτό ήταν το δικό τους μαρτύριο: να αποχωρίζεσαι, να περιμένεις, να ελπίζεις, να χάνεις…
Οι σύζυγοι, οι πατεράδες, τα παιδιά, οι αδελφοί, νέοι και γέροι, ανέβαιναν το μονοπάτι του θανάτου. Όλοι μαζί, οι καθηγητές του Γυμνασίου, οι δάσκαλοι του Δημοτικού, οι υπάλληλοι της Τράπεζας, οι δημαρχιακοί υπάλληλοι, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι, οι μαγαζάτορες, οι τεχνουργοί, οι εργάτες του ανθρακωρυχείου, οι κτηνοτρόφοι, οι αγρότες, οι άνεργοι…
Ώσπου μέσα στους αποπνικτικούς καπνούς της πυρπολημένης πολιτείας, αντήχησαν ριπές πολυβόλων!
Η σιωπή που απλώθηκε μετά, δεν ήταν απλώς σιωπή θανάτου
ήταν η σιωπή απόγνωσης της ανθρωπότητας μπροστά στο ίδιο της το έγκλημα.
Κι όμως, από τη στάχτη ξεπήδησε ζωή. Από το χώμα που ποτίστηκε με αίμα, φύτρωσε η αντοχή. Οι Καλαβρυτινές μάνες και σύζυγοι και αδελφές, σήκωσαν το κορμί τους με απίστευτο κουράγιο. Έστησαν ξανά τα σπίτια, ξανάχτισαν σχολεία, όρθωσαν πάλι εκκλησιές. Ξαναγύρισαν με πίστη στη δουλειά, στη ζωή, στον καθημερινό αγώνα. Έμαθαν στα παιδιά τους όχι μόνο τι χάθηκε, αλλά τι αξίζει να διασωθεί στη μνήμη.
Γιατί αυτό είναι το δικό μας καθήκον: Όχι να στεκόμαστε πάνω από το παρελθόν μόνο με θρήνο, αλλά να το κρατάμε ολοζώντανο, μέσα στο παρόν των ημερών μας και στο διηνεκές αύριο, ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ.
Η Μνήμη δεν είναι μόνο ιστορία. Είναι ταυτότητα. Είναι η φωνή των προγόνων, που ζητούν να μας βρουν άξιους συνεχιστές. Είναι το βλέμμα του παιδιού που ρωτά «γιατί;» και περιμένει μιαν απάντηση, που να μην είναι μόνο λέξεις. Μιαν απάντηση στοιχειοθετημένη από πράξεις, στάση, ήθος!
Γι’ αυτό κάθε Δεκέμβρη στα Καλάβρυτα δεν ζούμε απλώς μια τελετή.
Βιώνουμε τον αναβαπτισμό μας στη συλλογική συνείδηση. Δίνουμε όλοι εμείς μια σιωπηλή υπόσχεση ότι θα μείνουμε όρθιοι, ότι δεν θα προδώσουμε ούτε το αίμα ούτε τη μνήμη.
Για όλους εμάς η Μνήμη δεν είναι εκδίκηση. Η Μνήμη είναι δικαιοσύνη.
Είναι αντίσταση στη λήθη.
Ίσως, τελικά, εκείνοι που εκτελέστηκαν τόσο βάναυσα, εκείνοι που χάθηκαν, να είναι οι πιο ζωντανοί ανάμεσά μας.
Τους νοιώθεις, τους αισθάνεσαι:
στα πρόσωπα των παιδιών που παίζουν σήμερα στην πλατεία, στους ήχους της καμπάνας, στην ψιθυριστή προσευχή μιας μάνας που ανάβει το καντήλι,
στο Μουσείο της θυσίας τους, στο σημερινό μας τρισάγιο.
Όλα τούτα είναι δικά τους. Όλα τούτα τα φυλάμε για λογαριασμό τους.
Κυρίες και κύριοι,
αισθάνομαι το χρέος να μιλήσω εκ μέρους των παιδιών που μεγαλώσαμε δίπλα στον μέγα θρήνο, που ακούγαμε τα μοιρολόγια τα μακρόσυρτα, που περπατήσαμε και παίξαμε πλάι σε μνήματα κι αποκαΐδια. Που βλέπαμε τον λόφο-τάφο να ποτίζει θαμνολούλουδα με αίμα μαρτύρων.
Είναι αυτονόητο πως σακατεύτηκε η γενιά που πλήγηκε άμεσα από το έγκλημα.
Δεν είχε χώρο για όνειρα αυτή η γενιά, δεν είχε ορίζοντα με φως.
Πού να απαγγιάσει πια η ελπίδα; Πού να φωλιάσει η όποια χίμαιρα; Φορτώνεσαι το στίγμα και το κουβαλάς.
Το ίδιο στίγμα έχει μεταφορτωθεί σε εμάς, ως χρέος, ως καθήκον, ως απαντοχή και ως κατάρα: “Ουαί, σ’ αυτούς που μηχανεύονται πολέμους!»
Σήμερα, εδώ, στη μικρή αυτή πλατεία της Αθήνας, που φέρει το όνομα του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στην ιερή μνήμη των εκτελεσθέντων μαρτύρων.
Εκφράζουμε σιωπή με νόημα —εκείνη τη σιωπή που χωρά δάκρυ, πίστη και υποχρέωση μαζί.
Υποχρέωση να μην επιτρέψουμε σε καμία σκοτεινή ιδέα να ξαναπατήσει στο χώμα της ελευθερίας. Να υπερασπιστούμε την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη, τον Άνθρωπο. Να φυλάμε Θερμοπύλες της Ειρήνης…
Κλείνω, κυρίες και κύριοι, με μια σκέψη απλή: Οι άνθρωποι εκείνοι δεν πέθαναν για να τους λυπόμαστε, μα για να μας θυμίζουν πόσο βαριά είναι η ευθύνη της ζωής.
Εμείς, οι μεταγενέστεροι, ας σταθούμε στο ύψος της θυσίας τους, ας κάνουμε τη Μνήμη τους φάρο και όχι σκιά. Ας πορευτούμε μ’ εκείνο το φως που βγαίνει μέσα από τη στάχτη — το φως που δεν καίει, αλλά φωτίζει.
Γιατί, τελικά, ο τόπος που θυμάται, είναι ο τόπος που ελπίζει.
Τιμή και δόξα και αιώνια μνήμη στους εκτελεσθέντες στα Καλάβρυτα στις 13 Δεκεμβρίου 1943!
Τιμή και δόξα στα ορφανά του Ολοκαυτώματος και στις Καλαβρυτινές μάνες, τις γυναίκες και τις αδελφές, που σήκωσαν στους ώμους τους με πίστη, καρτερία και περηφάνια, πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει άνθρωπος.
Σας ευχαριστώ».
ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ελένη Γ. Χάμψα Αντιόπη Καμπά – Χονδρονικόλα







